τέρψῃς

τέρψῃς
τέρπω
delight
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τερπιάδης — ου, ὁ, Α (ως πατρωνυμικό τού ραψωδού Φημίου) παιδί τής τέρψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + κατάλ. (ι)άδης (πρβλ. Ἀσκληπιάδης)] …   Dictionary of Greek

  • ανεμώνη — (anemone). Ονομασία πολυάριθμων λουλουδιών και φυτών, από τα οποία άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος α. ανήκει στην οικογένεια των ρανουγκουλιδών και περιλαμβάνει ριζωματώδεις πόες με πρώιμη ανοιξιάτικη… …   Dictionary of Greek

  • ατερψία — ἀτερψία, η (Α) έλλειψη τέρψης, δυσαρέσκεια …   Dictionary of Greek

  • νεοτερπής — νεοτερπής, ές (Α) 1. αυτός που παρέχει ή αυτός που προξενεί νέες τέρψεις 2. (το ουδ. ως επίρρ.) νεοτερπές με νέο και ασυνήθιστο τρόπο τέρψης, απόλαυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. ευ τερπής] …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χάρις — I Θεότητα της χάρης στους αρχαίους Έλληνες, που συμβόλιζε τη χαρά κάθε τέρψης. Ο Όμηρος αναφέρει πολλές θεές με το ίδιο όνομα, από τις οποίες μία, σύζυγο του Hφαίστου και μια άλλη, που ήθελε να την παντρέψει η Ήρα με τον Ύπνο. II Αγία της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”